- ἔκπικρος
- ἔκ-πικρος, sehr bitter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
έκπικρος — ἔκπικρος, ον (Α) κατάπικρος … Dictionary of Greek
ἔκπικρον — ἔκπικρος very bitter masc/fem acc sg ἔκπικρος very bitter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek